- σχεδικῷ
- σχεδικόςriddlingmasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σχεδικός — ή, όν, Α [σχέδη] 1. αυτός που λέγεται, γράφεται ή γίνεται με πρόχειρο τρόπο ή και την τελευταία στιγμή («νόμῳ... σχεδικῷ», Ευστ.Ιλ.) 2. ο σχετικός με τη γραμματική ανάλυση τών λέξεων και τών τύπων. επίρρ... σχεδικῶς Α σχεδιακῶς* … Dictionary of Greek